Η διαδικασία παραγωγής Films. Τι πρέπει να ξέρετε για ένα πραγματικό Happy End




Από τη στιγμή που έχει ολοκληρωθεί μια δουλειά στον υπολογιστή, για να εκτυπωθεί, πρέπει να περάσει από ένα ενδιάμεσο στάδιο επεξεργασίας. Στο σημείο αυτό, μας προσφέρουν τις υπηρεσίες τους όλα τα γραφεία (Service Bureau) που αναλαμβάνουν να πάρουν τη δουλειά και να μας παραδώσουν τα films που θα πάνε, στη συνεχεία, στο τυπογραφείο. Κατά τη διαδικασία αυτή όλα τα στοιχεία (χρώματα, κείμενο, εικόνες, σχήματα κ.ά), που περιέχονται σε κάθε σελίδα, μεταφέρονται και αποτυπώνονται σε ένα εύκαμπτο, διαφανές, αδιάσταλτο και ελαφρύ υλικό από πολυεστέρα, το film.


Συγκεκριμένα η διαδικασία μεταφοράς και αποτύπωσης των στοιχείων πάνω στο film πραγματοποιείται σε τρία στάδια (Σχήμα 1)





Σχήμα 1. Στάδια Παραγωγής Films


  • Στο πρώτο στάδιο τα αρχεία με τις έτοιμες διαμορφωμένες σελίδες μετατρέπονται σε αρχεία POSTSCRIPT. Η δημιουργία των αρχείων γίνεται από τον γραφίστα ή από το ατελιέ γραφικών τεχνών που θα δημιουργήσει τα films.
    H Postscript έχει αναπτυχθεί από την ADOBE και είναι μια γλώσσα περιγραφής σελίδων. Περιγράφει μέσα σε ένα αρχείο τα πάντα που αφορούν στη σελίδα που πρόκειται να εκτυπωθεί. Ένα Postscript αρχείο περιέχει την κεφαλίδα (Header) στην οποία αναφέρονται  στοιχεία για την εφαρμογή, τον χειριστή και για την ίδια τη σελίδα (ύψος και πλάτος σελίδας, περιθώρια κ.ά.). Ακολουθούν λεπτομερείς πληροφορίες που αφορούν χρώμα και μέγεθος κειμένου,  γραμματοσειρές, διαστάσεις, ποσοστά τετραχρωμίας, ανάλυση και θέση εικόνων κ.ά.
    Ένας ακόμη πολύ σημαντικός λόγος που κάνει την
    Postscript απαραίτητη είναι ότι εξασφαλίζει τη συμβατότητα μεταξύ των διαφόρων εφαρμογών επεξεργασίας κειμένου και του RIP. H κάθε εφαρμογή επεξεργασίας κειμένων ή μακέτας έχει τη δυνατότητα να διαχειρίζεται τα αρχεία που παράγει η ίδια. Για να μπορούν αυτά τα διαφορετικά αρχεία να χρησιμοποιηθούν στην παραγωγή films, πρέπει όλα να «μιλήσουν» μια κοινή γλώσσα, ώστε να μπορούν να συνεργαστούν με το RIP και τον εικονοθέτη στα επόμενα δύο στάδια.
  • Στο δεύτερο στάδιο, και ενώ τα αρχεία Postscript έχουν φτάσει στο ατελιέ γραφικών τεχνών, διαβάζονται από το πρόγραμμα RIP (Raster Image Processing).
    Το
    RIP είναι ένα πρόγραμμα το οποίο διαβάζει τα Postscript αρχεία, τα μεταφράζει (Interpreting) και τα μετατρέπει σε εικόνες (Bitmaps). Κατά τη διαδικασία αυτή τα στοιχεία των σελίδων (κείμενο, εικόνες, σχήματα κ.ά), αλλά και πληροφορίες όπως χρωματικά προφίλ, LPI, DPI, θέση, περιστροφή, γραμματοσειρές, χρώματα, μέγεθος σελίδας, συμβάλλουν ώστε να δημιουργηθούν τα αντίστοιχα αρχεία εικόνων για κάθε σελίδα.

  • Στο τρίτο και τελευταίο στάδιο ο εικονοθέτης αποτυπώνει όλες τις παραπάνω  πληροφορίες στα films. Ο εικονοθέτης είναι το μηχάνημα  που παράγει τα films.
    Για να μπορέσει ένας εικονοθέτης να δουλέψει, παίρνει τις εντολές από το πρόγραμμα
    RIP, βάσει των αρχείων εικόνων  που έχουν δημιουργηθεί. Τα αρχεία αυτά δίνουν τις οδηγίες στον εικονοθέτη πια σημεία του film πρέπει να φωτιστούν και πια όχι. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι σελίδες έχουν καταγραφεί στο film ως ασπρόμαυρες εικόνες, που αποτελούνται από ποικίλες ημιτονικές διαβαθμίσεις, με τη χρήση χιλιάδων μικρών κουκκίδων, τα Ράστερς.


Η διαδικασία για να δημιουργηθεί ένα Postscript αρχείο με σκοπό την παραγωγή films, είναι σχετικά απλή υπόθεση που τις περισσότερες φορές καταλήγει να γίνεται μηχανικά. Το σημαντικό στοιχείο είναι κατά πόσο υπάρχει η σφαιρική γνώση όλων εκείνων των παραγόντων που επηρεάζουν και συμβάλλουν στην τελική διαμόρφωση των films. To ράστερ και ο τρόπος λειτουργίας του κατά τη διαδικασία παραγωγής films, είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες.

Επιπλέον, η χρήση ορισμένων παραμέτρων όπως τα DPI (Dots Per Inch) και τα LPI (Lines Per Inch), παίζουν σημαντικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο θα αποτυπώσει ο εικονοθέτης το ράστερ πάνω στο film.  



Ράστερ

Η λιθογραφική μέθοδος εκτύπωσης (Offset) δεν έχει δυνατότητα να τυπώνει πυκνότητες, αλλά ποσότητες μελανιών. Για να δημιουργηθεί το έγχρωμο αποτέλεσμα η εκτύπωση γίνεται με κουκίδες, τα ράστερς. Οι κουκκίδες αυτές έχουν ένα νοητό κέντρο, ίσες αποστάσεις μεταξύ τους, συμμετρική διάταξη και ανάλογα με το μέγεθος τους δημιουργούν πυκνότερα ή αραιότερα μικρά σύνολα, τα οποία στη συνεχή διαδοχή τους , δίνουν την οπτική εντύπωση της εικόνας.

Η μέθοδος αυτή στηρίζεται στην αδυναμία του ανθρώπινου ματιού να διακρίνει τις κουκκίδες από κάποια απόσταση, με αποτέλεσμα να διακρίνει μόνο την τονική απεικόνιση που αυτές δημιουργούν.  Για παράδειγμα, αν πλησιάσουμε μια αφίσα στο δρόμο παρατηρώντας την από πολύ κοντά, θα δούμε ότι αποτελείται από πολλές έγχρωμες κουκίδες, ενώ αν απομακρυνθούμε βλέπουμε μόνο τους χρωματικούς τόνους της. Αυτές οι κουκίδες είναι τα ράστερς που χρησιμοποιούνται στις γραφικές τέχνες.



Σκοπός του ράστερ είναι η απόδοση του σωστού χρώματος. Για να γίνει αυτό, στο Postscript αρχείο αποθηκεύονται όλα τα ποσοστά χρώματος CMYK που έχουν οριστεί για κάθε στοιχείο της σελίδας. Τα ποσοστά αυτά κατά τη μετάφραση του αρχείου Postscript από το πρόγραμμα rip, μετατρέπονται σε αντίστοιχους τόνους του γκρι. Η εικόνα που δημιουργείται στο στάδιο αυτό, περιέχει τους τόνους, οι οποίοι στη συνέχεια από τον εικονοθέτη αποτυπώνονται σε αντίστοιχες ποσότητες κουκίδων raster πάνω στο film.

Για παράδειγμα όταν σε ένα σχήμα οριστεί μια απόχρωση με ποσοστό 60% CYAN, τότε αυτό αντιστοιχεί με 60% ράστερ στο σημείο του film που καταλαμβάνει η αποτύπωση του συγκεκριμένου σχήματος. Το ίδιο θα συμβεί για κάθε σημείο της σελίδας. Δηλαδή η κάθε απόχρωση δημιουργείται  πάντα σε συνάρτηση με την ποσότητα και την πυκνότητα των κουκίδων του ράστερ πάνω στο film.



DPI – LPI

Τα DPI (Dots Per Inch) και τα LPI (Line Per Inch) είναι δύο παράμετροι που ορίζονται κατά τη διαδικασία Postscript. Από αυτές κρίνεται κατά  ένα μεγάλο μέρος το αποτέλεσμα μιας εργασίας στην εκτύπωση.


Ο προσδιορισμός των δύο παραμέτρων κρίθηκε απαραίτητος από τη στιγμή που έγινε αντιληπτό ότι η δυνατότητα εκτύπωσης με ράστερς έχει κάποιο περιορισμό. Το πλήθος (οι γραμμές –lines) των ράστερς δεν μπορεί να είναι απεριόριστο σε μια εκτύπωση. Ο περιορισμός αυτός οφείλεται τόσο στα υλικά που χρησιμοποιούνται όπως το χαρτί, τα μελάνια, οι μηχανές κ.λ.π., όσο και στην αδυναμία του ανθρώπινου ματιού να αντιλαμβάνεται ορισμένα πράγματα.

Όσο αφορά τα υλικά, οι τιμές των DPI και LPI ποικίλουν για παράδειγμα, ανάλογα με τον τύπο του χαρτιού που θα χρησιμοποιηθεί (χαρτί με ειδική επίστρωση, uncoated ή απλό χαρτί γραφής κ.ά). Οι παράμετροι αυτές αλλάζουν ανάλογα και με τον τρόπο εκτύπωσης. Άλλες τιμές δίνονται για εκτύπωση offset και άλλες όταν πρόκειται να τυπωθεί μια δουλειά με τη μέθοδο της μεταξοτυπίας.



Τι είναι όμως τα DPI και τα LPI;
Πως χρησιμοποιούνται και ποιά είναι η σχέση μεταξύ τους ;



DPI (Dots Per Inch): Κατά τη διαδικασία δημιουργίας και εκτύπωσης μιας δουλειάς, τα DPI χρησιμοποιούνται σε δύο περιπτώσεις. Στην πρώτη περίπτωση χρησιμοποιούνται κατά το σκανάρισμα των εικόνων και καθορίζουν πόσα δείγματα (κουκκίδες) ανά ίντσα θα διαβάσει ο σκάνερ και στη δεύτερη περίπτωση περιγράφουν την ανάλυση με την οποία θα τυπώσει ο εικονοθέτης τα ράστερ πάνω στο φιλμ.



LPI (Line Per Inch): Η παράμετρος αυτή χρησιμοποιείται για να οριστεί πόσες γραμμές ράστερ θα τυπώσει ο εικονοθέτης πάνω στο film, ανά ίντσα. Οι γραμμές φαίνονται αν παρατηρήσει κανείς ένα εκτυπωμένο φιλμ. Οι κουκίδες των ραστερς δε βρίσκονται σε μια τυχαία διασπορά, άλλα έχουν μια αλληλουχία σχηματίζοντας γραμμές.


Για παράδειγμα εάν μια δουλειά πάει για εκτύπωση τότε συνήθως δίνεται η τιμή 150 LPI, ενώ όταν μια δουλειά πάει για μεταξοτυπία τότε η τιμή γίνεται 100 LPI. Η τιμή των 100 LPI δίνεται και στην περίπτωση εκτύπωσης σε απλό χαρτί γραφής.

Στο σημείο αυτό οι τιμές δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ποιότητα της δουλειάς άλλα και με τη φύση των υλικών που χρησιμοποιούνται.


Οι δύο παράμετροι LPI και DPI λειτουργούν πάντα συνδυαστικά. Συνήθως καθορίζονται και οι δύο κατά τη διαδικασία δημιουργίας Postscript αρχείων. Στη συνέχεια περιγράφεται με ποιον τρόπο οι παράμετροι αυτές επηρεάζουν τόσο την ποιότητα των εικόνων κατά το σκανάρισμα όσο και την εγγραφή του φιλμ στον εικονοθέτη.



DPI και LPI κατά την ψηφιοποίηση εικόνων

Όσο αφορά στην ψηφιοποίηση των εικόνων κατά το σκανάρισμα η σχέση μεταξύ των δύο παραμέτρων ακολουθεί ουσιαστικά δύο κύριες τάσεις. Η πρώτη λέει ότι η σχέση μεταξύ των δύο παραμέτρων εκφράζεται με τον λόγο 1/2 και η δεύτερη με τον λόγο 1/1,5. Οι λόγοι αυτοί ονομάζονται Quality Factors (QF).

Σύμφωνα, με την πρώτη εκδοχή αν μια εικόνα τυπωθεί στα 150 LPI, τότε πρέπει να σκαναριστεί στα 300 dpi. Ενώ σύμφωνα με την δεύτερη αν τυπωθεί στα ίδια LPI, πρέπει να σκαναριστεί στα 225 dpi (LPI Χ QF = DPI).

Στην προκειμένη περίπτωση το αποτέλεσμα είναι αυτό που κρίνει την ορθότητα της κάθε σχέσης.

Οι σχέσεις αυτές δημιουργήθηκαν περισσότερο από την παρατήρηση και τις δοκιμές πάνω σε συγκεκριμένα παραδείγματα. Δηλαδή, σκανάρωντας δύο φωτογραφίες με ανάλυση την πρώτη στα 100dpi και την δεύτερη στα 300 dpi, αν τυπωθούν και οι δύο στα 150 LPI, τότε η διαφορά μεταξύ τους είναι σημαντική. Καλύτερη φυσικά εμφανίζεται η δεύτερη.  Επαναλαμβάνοντας το ίδιο παράδειγμα, αλλά  σκανάροντας τις δύο φωτογραφίες με ανάλυση την πρώτη στα 300dpi και τη δεύτερη στα 500 dpi, και τυπώνοντας τις στα 150 LPI, τότε θα παρατηρηθεί ότι η διαφορά μεταξύ τους είναι ασήμαντη, ακόμη και στο πιο έμπειρο μάτι.

Επίσης εάν υπάρχει μια φωτογραφία στην οποία δεν είναι ανάγκη να αποδοθεί λεπτομέρεια (π.χ. ένα αφηρημένο φόντο ή ένα χιονισμένο τοπίο κ.ό.κ.) η ανάλυση των 225 dpi λειτουργεί εξίσου καλά.

Ένας ακόμα παράγοντας που παίζει ρόλο στην περίπτωση αυτή είναι και τα μεγέθη των αρχείων που προκύπτουν μετά την ψηφιοποίηση. Γιατί να σκαναριστεί μια φωτογραφία στα 500 dpi και να δημιουργούνται πολύ περισσότερα megabytes πληροφορίας, όταν με 300 ή 225 dpi ανάλυση αποδίδεται το ίδιο αποτέλεσμα με μικρότερο όγκο αρχείων ;

Το ερώτημα αυτό μοιάζει κρίσιμο και απασχολεί περισσότερο εκείνους που πρέπει να διαχειριστούν μεγάλο όγκο φωτογραφικού υλικού. Είναι ήδη γνωστό ότι όσο πιο υψηλή είναι η ανάλυση των εικόνων, τόσο μεγαλύτερα αρχεία δημιουργούνται.



DPI και LPI κατά τη δημιουργία των films

Η δεύτερη περίπτωση που οι δύο παράμετροι DPI και LPI συνδέονται, είναι όταν ο εικονοθέτης γράφει τα φιλμς. Στην περίπτωση αυτή τα LPI προσδιορίζουν το πλήθος των γραμμών ράστερς ανά ίντσα και τα DPI καθορίζουν την ανάλυση της κάθε γραμμής ράστερ ανά ίντσα, που θα  αποτυπωθεί στο φιλμ.

Η ανάλυση είναι το πλήθος των επιμέρους κουκίδων (Dots) από τις οποίες αποτελείται το κάθε ράστερ.

Παρατηρώντας ένα τυπωμένο φιλμ, είναι εμφανές ότι όλα τα ράστερ δεν έχουν το ίδιο μέγεθος. Σίγουρα, η αλλαγή του μεγέθους τους δεν οφείλεται σε κάποια διαδικασία οπτικής μεγέθυνσης ή σμίκρυνσης, αλλά στον τρόπο αποτύπωσης τους στο φιλμ.

Αυτό σημαίνει ότι κάθε ράστερ είναι ένας νοητός, αυτόνομος και μικροσκοπικός πίνακας που αποτελείται από επιμέρους κουκκίδες (Σχήμα 2). Οι κουκκίδες αυτές έχουν συγκεκριμένο πλήθος και η κάθε μια έχει ορισμένη θέση πάνω στον πίνακα αυτόν. Ο πίνακας έχει μέγεθος 16Χ16 Dots. Δηλαδή, κάθε ράστερ αποτελείται από 256 επιμέρους κουκκίδες συν μια,  η οποία αντιπροσωπεύει το λευκό. Ανάλογα με την τιμή που καλείται να πάρει το κάθε ράστερ, μπορεί να εμφανίσει από 0 έως και 256 επιμέρους κουκίδες κάθε φορά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μπορούν να αποδοθούν πάνω στο φιλμ μέχρι και 256 τόνοι του γκρι. (gray level).





Σχήμα 2. Οι επιμέρους κουκκίδες ενός ράστερ



Οι επιμέρους κουκκίδες έχουν συγκεκριμένο τρόπο που τοποθετούνται μέσα στον πίνακα του ράστερ. Η αποτύπωσή τους ξεκινάει πάντα από το κέντρο του πίνακα και εξελίσσεται σταδιακά και ομοιόμορφα προς τα άκρα.

Για παράδειγμα εάν σε ένα ράστερ πρέπει να αποδοθεί μια τιμή 25% τότε οι επιμέρους κουκκίδες, ξεκινώντας από το κέντρο προς τα άκρα, καλύπτουν ισομετρικά το 1/4 της επιφάνειας του και το υπόλοιπο παραμένει κενό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα διαφορετικά μεγέθη ράστερς.

Η οριζόντια παράταξη των ράστερς σε γραμμές και η ανάλογη διάταξη των κέντρων τους σχηματίζουν τη ροζέτα. Η ροζέτα είναι ένας σχηματισμός αποδεκτός από το ανθρώπινο μάτι. Σε περίπτωση που ο σχηματισμός αυτός χαλάσει, τότε εμφανίζεται το φαινόμενο του μουαρέ.


Τέλος, για να υπολογιστούν τα DPI σε περίπτωση εκτύπωσης φιλμ 150 LPI (δηλαδή 150 γραμμές ανά ίντσα) πολλαπλασιάζεται το πλήθος των LPI με το 16 (το ύψος της κάθε γραμμής σε Dots). Αρα σύμφωνα με το παράδειγμα θα έχουμε 150 Χ16 = 2.400 dpi. Οι τιμές που παίρνουν συνήθως τα  DPI σε αυτές τις περιπτώσεις είναι  1200, 1270, 2400, 2540 κ.ά.



Για την ιστορία …

Παλαιότερα οι τιμές στα LPI ακολουθούσαν ως μονάδα μέτρησης το εκατοστό (cm). Έτσι οι μετρήσεις γίνονταν σε γραμμές ανά εκατοστό. Υπήρχαν λοιπόν ράστερ 40, 50, 60, 70 και 80 γραμμές ανά εκατοστό. Στη συνέχεια αυτά μεταφράστηκαν σε ίντσες, λόγω της επικράτησης του αγγλοσαξονικού συστήματος μέτρησης στις γραφικές τέχνες.

Επειδή ο λόγος εκατοστού προς ίντσα δεν είναι άρτιος (1/2,54) αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν τιμές όπως για παράδειγμα  αντί για εξηντάρη ράστερ (60 γραμμές /cm) δημιουργήθηκε το ράστερ 152,4 LPI (60Χ2,54), που τελικά επικράτησε ως 150 LPI (εκατοπενηντάρι ράστερ) και αντίστοιχα αντί για 80 γραμμές /cm δημιουργήθηκε το ράστερ 203,2 LPI (80Χ2,54), που επικράτησε ως 200 LPI (διακοσάρι ράστερ).



Αντίστοιχη αλλαγή έγινε και στα DPI. Παλαιότερα ως μονάδα μέτρησης της ανάλυσης ήταν η RES (Resolution). Σύμφωνα με την res οι μετρήσεις γίνονταν σε γραμμές ανά εκατοστό ή χιλιοστό. Υπήρχαν τυποποιημένες αναλύσεις στα 8,10,12, 14 (res). Όσο πιο μεγάλη ήταν η τιμή της res, τόσο πιο καλή ήταν η ανάλυση των εικόνων.

Έτσι αν υπήρχε ανάγκη να σκαναριστεί μια φωτογραφία σε υψηλή ανάλυση, αυτό θα γίνονταν, σύμφωνα με τους παλιούς χρωμογράφους, σε 12 γραμμές ανά χιλιοστό (ή 120 γραμμές ανά εκατοστό). Κατά την μετατροπή σε ίντσες και επειδή ο λόγος εκατοστού προς ίντσα, όπως είπαμε, δεν είναι άρτιος (1/2,54) το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε, θα ήταν 304,8 dpi (120Χ2,54=304,8). Η τιμή αυτή στρογγυλοποιήθηκε και χρησιμοποιείται σήμερα ως 300dpi.



Films και Χρώμα

Η διαδικασία ανάλυσης των χρωμάτων στην Offset στηρίζεται στην αρχή της τετραχρωμίας CMYK. Σύμφωνα με την τετραχρωμία όλα τα  χρώματα παράγονται από τέσσερα βασικά. Αυτά είναι το μπλε (CYAN), το κόκκινο (MAGENTA), το κίτρινο (YELLOW) και το μαύρο (BLACK). Αυτό σημαίνει ότι κάθε χρώμα σε οποιοδήποτε σημείο μιας μακέτας δημιουργείται αν αναμειχθούν τα τέσσερα αυτά βασικά χρώματα. Η ποικιλία των χρωμάτων οφείλεται στην αναλογία του κάθε βασικού χρώματος με την οποία θα συμμετέχει στην δημιουργία του επιθυμητού τόνου. Η ποσότητα του χρώματος που θα χρησιμοποιηθεί  εκφράζεται με ένα ποσοστό. Για παράδειγμα 50% CYAN και 50% MAGENTA δίνει ένα μοβ χρώμα, ενώ 40% MAGENTA και 60% YELLOW δίνει ένα πορτοκαλί χρώμα κ.ό.κ.


Μια δουλειά (π.χ. μια καταχώρηση σε σελίδα Α4) που έχει ολοκληρωθεί και πρόκειται να εκτυπωθεί βάσει της κλασσικής τετραχρωμίας, μετά τη διαδικασία παραγωγής films (όπως αυτή έχει ήδη περιγραφεί), θα δώσει 4 επιφάνειες films. Η κάθε μια από τις 4 επιφάνειες θα περιέχει τα ποσοστά ράστερ που αντιστοιχούν σε κάθε ένα από τα 4 βασικά χρώματα (Σχήμα 3). 






Σχήμα 3. Διαχωρισμοί τετραχρωμίας



Στην πρώτη θα είναι αποτυπωμένα όλα τα σημεία της καταχώρησης με τα ποσοστά του ράστερ του CYAN. Στη δεύτερη θα είναι αποτυπωμένα όλα τα σημεία με τα ποσοστά του ράστερ της MAGENTA. Στην τρίτη θα είναι αποτυπωμένα όλα τα σημεία με τα ποσοστά του ράστερ του YELLOW και τέλος στην τέταρτη θα είναι αποτυπωμένα όλα τα σημεία με τα ποσοστά του ράστερ του BLACK χρώματος.


Παρατηρώντας τις τέσσερις επιφάνειες των φιλμς διαπιστώνει κανείς ότι σε κάθε επιφάνεια το χρώμα έχει αντικατασταθεί από κουκκίδες ράστερ με απόλυτο μαύρο χρώμα. Κατά το Ripping τα ποσοστά CMYK, έχουν μεταφραστεί σε πυκνότητες και μεγέθη ράστερ για κάθε ένα από τα 4 βασικά χρώματα. Με τη σειρά του ο εικονοθέτης δημιούργησε 4 films στα οποία διαχώρισε και αποτύπωσε τις αντίστοιχες πυκνότητες και μεγέθη ράστερς. Κατά την εκτύπωση σε όποιο σημείο τα ράστερς είναι πυκνά και μεγάλα χρησιμοποιείται περισσότερο χρώμα. Αντίστοιχα σε όποιο σημείο τα ράστερς  είναι αραιά και μικρά χρησιμοποιείται λιγότερο χρώμα.


Επιπλέον, πάνω στο περιθώριο του φιλμ, περιμετρικά και έξω από το θέμα της σελίδας, υπάρχουν διάφορα σύμβολα που βοηθούν στην εκτύπωση. Αυτά είναι :


Οι σταυροί σύμπτωσης (Registration Marks) : Τα σημάδια αυτά (Σχήμα 7) είναι τέσσερις σταυροί στις τέσσερις γωνίες της σελίδας και καθορίζουν την ακρίβεια με την οποία πρέπει να γίνει η σύμπτωση των τεσσάρων φιλμς κατά την εκτύπωση, ώστε να βγει το σωστό χρωματικό αποτέλεσμα. Για το λόγο αυτό οι σταυροί σύμπτωσης πρέπει απαραίτητα να εμφανίζονται σε όλες τις σελίδες του film.





Σχήμα 4 . Σταυρός Σύμπτωσης



Σημεία Κοπής (Crop Marks) : Τα σημάδια αυτά έχουν τη μορφή ορθής γωνίας. Βρίσκονται  στις τέσσερις γωνίες της σελίδας. Αυτά είναι οι οδηγοί που καθορίζουν την ακρίβεια με την οποία πρέπει να κοπεί το κεντρικό θέμα της σελίδας από το χαρτί.



Σκάλες (Color Calibration Bars) : Οι σκάλες είναι μια σειρά από μικρά τετράγωνα που δείχνουν μια τονική διαβάθμιση. Τυπώνονται στο περιθώριο όλων των σελίδων του film. Οι σκάλες χρησιμοποιούνται αρχικά από το ατελιέ γραφικών τεχνών για να μετράει την πυκνότητα του ράστερ και στη συνέχεια από τον τυπογράφο για να ελέγχει τους τόνους των χρωμάτων κατά την εκτύπωση. 



Τσακίσματα (Fold Marks): Τα σημάδια αυτά εμφανίζονται μόνο στις δουλειές που απαιτούν διπλώματα (π.χ. δίπτυχα ή τρίπτυχα έντυπα που διπλώνουν σε δύο ή τρία σημεία). Τα τσακίσματα έχουν τη μορφή διακεκομμένης γραμμής. Βρίσκονται  στο περιθώριο της σελίδας του film (συνήθως στο film του μαύρου χρώματος) και προσδιορίζουν το σημείο στο οποίο πρέπει να δημιουργηθεί τσάκισμα στο έντυπο.



Πληροφορίες Αρχείων : Πολλές εφαρμογές δίνουν τη δυνατότητα εκτύπωσης πληροφοριών που σχετίζονται με το αρχείο από το οποίο δημιουργήθηκε το film. Οι πληροφορίες αυτές περιλαμβάνουν το όνομα του αρχείου, το φάκελο αποθήκευσης, ημερομηνία και ώρα εκτύπωσης του film, το όνομα του βασικού χρώματος στο οποίο αντιστοιχεί η κάθε σελίδα του film κ.ά. Τα στοιχεία αυτά εμφανίζονται   στο περιθώριο των σελίδων του film







Σχήμα 5. Συνολική άποψη μιας σελίδας films


Επίλογος
Σίγουρα το θέμα δημιουργίας και αποτύπωσης των φιλμς δεν έχει εξαντληθεί εδώ. Οι συγκεκριμένες διαδικασίες απαιτούν πολλές γνώσεις και μεγάλη πείρα. Εμείς απλά επιχειρήσαμε μια πρώτη προσέγγιση στην συνολική εικόνα της συγκεκριμένης διαδικασίας παραγωγής
films.



Πηγές - Βιβλιογραφία

Α. «Σύγχρονη Λογοτεχνία» Εκδόσεις ΙΩΝ

Β. «Τεχνικός Οδηγός της Offset» Κοσμά Δ. Τσολάκου

Γ. «Γραφικές Τέχνες» Γ. Σακελαρίδη


Σχόλια